περι(ρ)ρήγνυμι

περι(ρ)ρήγνυμι
περι(ρ)ρήγνυμι 1 aor. ptc. περιρήξας (or περιρρήξας, s. B-D-F §11, 1), inf. περιρῆξαι (TestJob 39:7) (Aeschyl. et al.) tear off (all around) τὶ someth., esp. clothes (Aeschyl., Sept. 329; Demosth. 19, 197 τὸν χιτωνίσκον; Polyb. 15, 33, 4; Diod S 17, 35, 7; 2 Macc 4:38 τοὺς χιτῶνας; Philo, De Jos. 16 [mid.]; cp. Jos., Bell. 2, 601, Ant. 6, 357) περιρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια Ac 16:22.—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιερρηγνυμένου — περϊερρηγνυμένου , περί , ἐν ῥήγνυμι break asunder pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιρρήγνυμι — και περιρρηγνύω Α [ρήγνυμι / ρηγνύω] 1. διασχίζω, διασπώ, αποσχίζω κάτι γύρω γύρω («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», Πλάτ.) 2. (σχετικά με ενδύματα) ξεσχίζω και αφαιρώ από κάποιον, αποσπώ («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ) 3. απογυμνώνω 4.… …   Dictionary of Greek

  • περιρρήσσω — και αττ. τ. περιρήττω Α παράλληλος τ. τού περιρρήγνυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥήσσω, σπανιότερος τ. τού ῥήγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • περιρραγή — ἡ, Α διάρρηξη, θρυμμάτισμα, σπάσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ρραγή (< θ. ραγ τού ῥήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ ρράγ ην), πρβλ. δια ρραγή, κατα ρραγή] …   Dictionary of Greek

  • περιρραγής — ές, Α αυτός που έχει σπάσει από παντού, ο σπασμένος γύρω γύρω, ο ολόγυρα ξεσχισμένος («περιρραγὴς τὰ χείλη», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ρραγής (< θ. ραγ τού ῥήγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β ἐ ρράγ ην), πρβλ. ανα ρραγής] …   Dictionary of Greek

  • περιρρώξ — ῶγος, ὁ, ἡ, Α (για βράχους, βουνά, ακτές) απόκρημνος από παντού, απότομος ολόγυρα («πέτρα ἀπότομος καὶ περιρρώξ», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥώξ, λ. που απαντά μόνο στην αιτ. πληθ. ῥῶγας (< θ. ρωγ τού ῥήγνυμι, πρβλ. παρακμ. ἔρ ρωγ α), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ρήγμα — Διάρρηξη ενός στρώματος του φλοιού της Γης, λιγότερο ή περισσότερο βαθιά, κατά μήκος της οποίας τα αποχωριζόμενα τεμάχια υφίστανται σχεδόν πάντα μετακίνηση, που ποικίλλει από λίγα εκατοστά έως χιλιάδες μέτρα. Τα Ρ., που γενικά έχουν τεκτονική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”