περιερρηγνυμένου — περϊερρηγνυμένου , περί , ἐν ῥήγνυμι break asunder pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιρρήγνυμι — και περιρρηγνύω Α [ρήγνυμι / ρηγνύω] 1. διασχίζω, διασπώ, αποσχίζω κάτι γύρω γύρω («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», Πλάτ.) 2. (σχετικά με ενδύματα) ξεσχίζω και αφαιρώ από κάποιον, αποσπώ («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ) 3. απογυμνώνω 4.… … Dictionary of Greek
περιρρήσσω — και αττ. τ. περιρήττω Α παράλληλος τ. τού περιρρήγνυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥήσσω, σπανιότερος τ. τού ῥήγνυμι] … Dictionary of Greek
περιρραγή — ἡ, Α διάρρηξη, θρυμμάτισμα, σπάσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ρραγή (< θ. ραγ τού ῥήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ ρράγ ην), πρβλ. δια ρραγή, κατα ρραγή] … Dictionary of Greek
περιρραγής — ές, Α αυτός που έχει σπάσει από παντού, ο σπασμένος γύρω γύρω, ο ολόγυρα ξεσχισμένος («περιρραγὴς τὰ χείλη», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ρραγής (< θ. ραγ τού ῥήγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β ἐ ρράγ ην), πρβλ. ανα ρραγής] … Dictionary of Greek
περιρρώξ — ῶγος, ὁ, ἡ, Α (για βράχους, βουνά, ακτές) απόκρημνος από παντού, απότομος ολόγυρα («πέτρα ἀπότομος καὶ περιρρώξ», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥώξ, λ. που απαντά μόνο στην αιτ. πληθ. ῥῶγας (< θ. ρωγ τού ῥήγνυμι, πρβλ. παρακμ. ἔρ ρωγ α), πρβλ … Dictionary of Greek
ρήγμα — Διάρρηξη ενός στρώματος του φλοιού της Γης, λιγότερο ή περισσότερο βαθιά, κατά μήκος της οποίας τα αποχωριζόμενα τεμάχια υφίστανται σχεδόν πάντα μετακίνηση, που ποικίλλει από λίγα εκατοστά έως χιλιάδες μέτρα. Τα Ρ., που γενικά έχουν τεκτονική… … Dictionary of Greek